χερσοκόπος

χερσοκόπος
χερσοκόπ-ος (parox.), ,
A worker on unirrigated land, BGU1527.1 (iii B. C.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • χερσοκόπος — ὁ, Α αυτός που καθαρίζει και οργώνει χέρσα έκταση. [ΕΤΥΜΟΛ. < χέρσος + κόπος (< κόπτω), πρβλ. ξνλο κόπος, ὑλο κόπος] …   Dictionary of Greek

  • χερσοκοπία — ἡ, Α [χερσοκόπος] η καλλιέργεια έκτασης που έμεινε ακαλλιέργητη για πολύ καιρό …   Dictionary of Greek

  • χερσοκοπώ — έω, Α [χερσοκόπος] εκχερσώνω, ξεχερσώνω, καθαρίζω και οργώνω χέρσα περιοχή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”